- ηλεκτροβιολογικός
- -ή, -ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτροβιολογία. Επιρρ. ηλεκτροβιολογικώς και -άαπό ηλεκτροβιολογική άποψη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrobiological < electro- (πρβλ. ήλεκτρο-*) + biological (πρβλ. βιολογικός)].
Dictionary of Greek. 2013.